- χερουβικό
- το / χερουβικόν, ΝΑβλ. χερουβικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χερουβικός — ή, ό / χερουβικός, ή, όν, ΝΜΑ [χερουβ(ε)ίμ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φύση και στη λειτουργία τών χερουβίμ (α. «ξανθά / χερουβικά κεφάλια», Παλαμ. β. «τοῡ χερουβικοῡ καὶ ἐπουρανίου θρόνου», Μεθόδ. γ. «χερουβικοῑς ὄμμασιν εἰς οὐρανὸν… … Dictionary of Greek
χερουβικός, -ή — ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα χερουβείμ: Ψέλνουν το χερουβικό ύμνο. 2. το ουδ. ως ουσ., χερουβικό εκκλησιαστικός ύμνος, που ψέλνεται όταν ο ιερέας ετοιμάζεται για τη μεγάλη είσοδο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παίρνω — (Μ παίρνω) 1. μτφ. λαμβάνω μαζί μου (α. «τόν πήρα και πήγαμε βόλτα» β. «καὶ παίρνοντας τοὺς νέους του ἦλθεν εἰς Ρωμανίαν», Διγεν. Ακρ.) 2. συνεπαίρνω (α. «η ομορφιά της τού πήρε το μυαλό» β. «ἐπήρε καὶ τὸν λογισμόν καὶ αὐτὴν τὴν αἴσθησίν της»,… … Dictionary of Greek
Χρυσάφης, Μανουήλ — Δύο Βυζαντινοί μουσικοδιδάσκαλοι και υμνογράφοι, που ήκμασαν μετά την Άλωση. 1. Ο Παλαιός. Μουσικός και υμνογράφος του 15ου 16ου αι. Κατά την Άλωση χρημάτισε αριστερός ψάλτης της Αγίας Σοφίας και έγραψε εκκλησιαστικούς ύμνους, τους οποίους… … Dictionary of Greek
АНГЕЛОПУЛОС — Ликургос Ангелопулос Ликургос Ангелопулос [греч. ̓Αγγελόπουλος] Ликургос (род. 21.09.1941, Пиргос, ном Элида, Греция), протопсалт храма св. Ирины в Афинах и руководитель Греческого визант. хора. Учился на юридическом фак те Афинского ун та.… … Православная энциклопедия